- ναρθήκισμα
- ναρθήκ-ισμα, ατος, τό,A splint, Apollod.Poliorc. 159.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρθήκισμα — το (Α ναρθήκισμα) [ναρθηκίζω] περίδεση σπασμένου μέλους τού σώματος με ράβδους ή σχίζες τού φυτού νάρθηκας για να επιτυγχάνεται ακινησία, κν. καλάμωμα, κλάπωμα, φάσκιωμα αρχ. τεμάχιο ή σχίζα τού φυτού νάρθηξ … Dictionary of Greek
ναρθηκίσματος — ναρθήκισμα splint neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό … Dictionary of Greek